ομπρελάδικο

ομπρελάδικο
και ομβρελλάδικο, το
κατάστημα κατασκευής ή πώλησης ομπρελών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομπρέλα + κατάλ. -άδικο (πρβλ. γαλατ-άδικο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ομπρελάδικο — το κατάστημα κατασκευής ή πώλησης ομπρελών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ομβρελάδικο — το βλ. ομπρελάδικο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”